ανάκτωρ

ανάκτωρ
ἀνάκτωρ (-ορος), ο (Α)
(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω.
ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν)
αρχ.
ἀνακτόριος αρχ.-μσν. ἀνακτορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀνάκτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάκτωρ — ἄναξ lord masc nom sg ἀνάκτωρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάκτορας — Ἀνάκτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάκτορες — Ἀνάκτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάκτορι — Ἀνάκτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάκτορος — Ἀνάκτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάκτορ' — Ἀνάκτορα , Ἀνάκτορος neut nom/voc/acc pl Ἀνάκτορα , Ἀνάκτωρ masc acc sg Ἀνάκτορι , Ἀνάκτωρ masc dat sg Ἀνάκτορε , Ἀνάκτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάκτορ' — ἀνάκτορα , ἄναξ lord masc acc sg ἀνάκτορι , ἄναξ lord masc dat sg ἀνάκτορε , ἄναξ lord masc nom/voc/acc dual ἀνάκτορα , ἀνάκτορον king s dwelling neut nom/voc/acc pl ἀνάκτορα , ἀνάκτωρ masc acc sg ἀνάκτορι , ἀνάκτωρ masc dat sg ἀνάκτορε , ἀνάκτωρ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκτορο — το (Α ἀνάκτορον) συνήθως στον πληθ. τα ανάκτορα βασιλική κατοικία, παλάτι νεοελλ. μέγαρο, πολυτελής κατοικία αρχ. κατοικία θεού, ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκτωρ. ΠΑΡ. ανακτορικός νεοελλ. ανακτοροειδής] …   Dictionary of Greek

  • ανακτορία — ἀνακτορία, η (ΑΜ) [ἀνάκτωρ] 1. το αξίωμα τού άνακτος, εξουσία, ηγεμονία 2. διοίκηση τού ιππικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”